-
1 ἐπι-λειόω
ἐπι-λειόω, = ἐπιλεαίνω, glatt machen, τὸ γένειον ἐπελειοῦτο, d. i. nahm sich den Bart ab, D. Cass. 48, 34.
-
2 ἐπιλειόω
ἐπι-λειόω, = ἐπιλεαίνω, glatt machen, τὸ γένειον ἐπελειοῦτο, d. i. nahm sich den Bart ab
1 ἐπι-λειόω
ἐπι-λειόω, = ἐπιλεαίνω, glatt machen, τὸ γένειον ἐπελειοῦτο, d. i. nahm sich den Bart ab, D. Cass. 48, 34.
2 ἐπιλειόω